- ενισκέλλω
- ἐνισκέλλω (Α)ποιητ. τ. τού ενσκέλλω*, ξηραίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενσκέλλω — ἐνσκέλλω, επικ. τ. ἐνισκέλλω (Α) [σκέλλω] ξηραίνω («τοῡτο [τὸ φλέγμα] ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκε», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek